- ματιάζω
- ματιάζω, μάτιασα βλ. πίν. 35
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ματιάζω — [μάτι] 1. ρίχνω το βλέμμα μου ή τη ματιά μου πάνω σε κάποιο αντικείμενο ή πρόσωπο 2. βασκαίνω κάποιον ή κάτι με το βλέμμα μου ή με τον υπερβολικό θαυμασμό μου («δεν έχω μάτι που ματιάζει») 3. σκοπεύω, σημαδεύω («τό μάτιασα και με την πρώτη τό… … Dictionary of Greek
ματιάζω — μάτιασα, ματιάστηκα, ματιασμένος 1. ρίχνω το βλέμμα μου σε κάποιον ή σε κάτι, σημαδεύω: Μάτιασα μια ωραία φούστα στη βιτρίνα. 2. βασκαίνω με το βλέμμα μου: Το μωρό κλαίει ασταμάτητα γιατί είναι ματιασμένο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βλεμματιάζω — ματιάζω, βασκαίνω … Dictionary of Greek
μεγαίρω — (Α) 1. θεωρώ κάτι ως μεγάλο ή ως πάρα πολύ μεγάλο 2. ζηλεύω, φθονώ κάτι που έχει κάποιος επειδή τό θεωρώ ως πολύ μεγάλο γι αυτόν (α. «μέγηρε γὰρ οἱ τό γ Ἀπόλλων», Ομ. Ιλ. β. «μηδὲ μεγήρῃς ἡμῑν εὐχομένοισι τελευτῆσαι τάδε ἔργα», Ομ. Οδ. γ. «ἀμφὶ… … Dictionary of Greek
αγγελοματιάζω — βλέπω τον άγγελο που έρχεται να πάρει την ψυχή μου, ψοχορραγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + ματιάζω] … Dictionary of Greek
αγριοματιάζω — [αγριομάτης] 1. αγριοκοιτάζω* 2. ματιάζω, βασκαίνω … Dictionary of Greek
αμάτιαστος — και ιαγος και ιαχτος, η, ο [ματιάζω] 1. αυτός που δεν ματιάστηκε, αβάσκαντος, αβασκάνιστος 2. ο μη επιδεκτικός βασκανίας, αυτός που δεν τόν πιάνει το μάτιασμα … Dictionary of Greek
βασκαίνω — (AM βασκαίνω) [βάσκανος] 1. προξενώ σε κάποιον κακό με το βλέμμα, ματιάζω 2. φθονώ αρχ. 1. κακολογώ, κατηγορώ 2. κάνω σε κάποιον κακό από φθόνο … Dictionary of Greek
θέλγω — (AM θέλγω) προσελκύω κάποιον, γοητεύω, σαγηνεύω (α. «τόν έθελξε με το κάλλος της» β. «και μ οὔτι μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν θέλξει», Αισχύλ.) αρχ. 1. μαγεύω, καταπραΰνω κάποιον με φάρμακα ή με μαγικά ποτά ή με ξόρκια ή με άσματα («ἀνδρῶν… … Dictionary of Greek
θιαρμίζω — βασκαίνω, ματιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φταρμίζω] … Dictionary of Greek